θεοχαριτωμένος

θεοχαριτωμένος
-η, -ο (Μ θεοχαριτωμένος, -η, -ον)
1. (για τη θεοτόκο) αυτός που αναδίδει θεία χάρη («κρίνον θεοχαριτωμένον»)
2. το θηλ. ως ουσ. η θεοχαριτωμένη
η θεοτόκος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”